- πορθμεύω
- ΝΑ [πορθμός]μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.)αρχ.1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ' ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.)2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση («εἰς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλῳ», Ευρ.)3. μεταβιβάζω4. μεταδίδω, παρέχω5. διέρχομαι, διαβαίνω («πορθμεύειν Ἀχέροντος ὕδωρ», Ανθ. Παλ.)6. μέσ. πορθμεύομαιπερνώ διά μέσου ή από πάνω7. φρ. α) «πορθμεύω πόδα» ή «πορθμεύω ἴχνος» — κατευθύνω τα βήματά μουβ) «πορθμεύω διωγμόν» — επεκτείνω την καταδίωξη.
Dictionary of Greek. 2013.